- εκκλησ(ι)άρης
- ο , εκκλησ(ι)άρισσα η церковный сторож; церковный староста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεραμιδάρης — κεραμιδάρης, ὁ (Μ) αυτός που κατεργάζεται τον πηλό, κεραμοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ ι + κατάλ. άρης (< άριος < λατ. arius), πρβλ. εκκλησ άρης, πορτ άρης] … Dictionary of Greek